συμβολαιογραφικά

συμβολαιογραφικά
τα нотариальный сбор

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "συμβολαιογραφικά" в других словарях:

  • αγορανόμιον — ἀγορανόμιον και αγορανομείον / ἀγορανομεῑον, το (Α) [ἀγορανόμος] 1. αρχείο ή δικαστήριο τών αγορανόμων «ἀναγραψάντων ἅ τε χρὴ ποιεῑν καὶ ἃ μὴ καὶ πρόσθεν τοῡ ἀγορανομίου θέντων ἐν στήλῃ» (Πλάτων Νόμοι 917e) 2. τα συμβολαιογραφικά τέλη (σε… …   Dictionary of Greek

  • δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… …   Dictionary of Greek

  • συμβολαιογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συμβολαιογράφο («συμβολαιογραφική αμοιβή») 2. αυτός που καταρτίζεται από συμβολαιογράφο («συμβολαιογραφική πράξη») 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συμβολαιογραφικά η αμοιβή τού συμβολαιογράφου για τη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»